κατιμάς

κατιμάς
κατιμάς, ο και κατμάς, ο
(λ. τουρκ.), μικρό κομμάτι κρέας που ο κρεοπώλης το ζυγίζει μαζί με το καλό κρέας που αγοράζει ο πελάτης του για να το πουλήσει κι αυτό: Δε θέλω κατμά στο κρέας που θα μου βάλεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατιμάς — και κατμάς, ο κομμάτι κρέατος κατώτερης ποιότητας, το οποίο προσθέτει ο κρεοπώλης στο κρέας που έχει ζητήσει ο πελάτης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επίθ. katma «πρόσθετος, μικτός»] …   Dictionary of Greek

  • κατμάς — ο βλ. κατιμάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”